- κοιλόφυλλος
- κοιλόφυλλος, -ον (Α)αυτός που έχει κοίλα φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φυλλος (< φύλλο), πρβλ. πλατύ-φυλλος, πυκνό-φυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλόφυλλον — κοιλόφυλλος hollow leaved masc/fem acc sg κοιλόφυλλος hollow leaved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek